Skip to content →

ΔΥΣΠΡΑΞΙΑ – ΑΠΡΑΞΙΑ

Ένα παιδί με δυσπραξία θα εμφανίσει ένα φάσμα δυσκολιών. Παρ ’όλα αυτά ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει δυσκολίες συντονισμού που οφείλονται αποδεδειγμένα σε σημαντικά προβλήματα αντίληψης. Η δυσπραξία δεν επηρεάζει την ευφυία του ατόμου αλλά προκαλεί δυσκολίες μάθησης ειδικά στα παιδιά.

Συνήθως ακούγονται δύο όροι. Η αναπτυξιακή δυσπραξία και η αναπτυξιακή διαταραχή κινητικού συντονισμού ( developmental coordination disorder)Η αναπτυξιακή δυσπραξία είναι η ανωριμότητα στην οργάνωση της κίνησης ενώ ή  DCD είναι μία πιο γενικευμένη δυσκολία κινητικού συντονισμού, όπου υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δεξιοτήτων στο παιδί όσον αφορά την χρονολογική του ηλικία ή αυτές που αναμένονται από παιδιά με το νοητικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται το παιδί. Συχνά οι δύο όροι συγχέονται με αποτέλεσμα να κυριαρχει διαφορετικός όρος από χώρα σε χώρα.

Τα παιδιά και οι ενήλικες με δυσπραξία δυσκολεύονται στη μάθηση του πώς να σχεδιάζουν και να συντονίζουν τις κινήσεις τους. Τους είναι δύσκολο να κάνουν ομαλές και οργανωμένες κινήσεις επειδή η ταυτόχρονη αντιληπτική και κινητική επεξεργασία για να ολοκληρώσουν τη σύνθετη δραστηριότητα με επιτυχία απαιτεί συνειδητή απεικόνιση, σχεδιασμό, στάση, ισορροπία, μυϊκή ενεργοποίηση και συντονισμό.

Κάποιες ενδείξεις ανάλογα με την ηλικία είναι:

Παιδιά σε ηλικία νηπιαγωγείου:

  • Καθυστερημένα αναπτυξιακά ορόσημα
  • Δυσκολία κατανόησης χωρικών σχέσεων όπως μέσα, πάνω, μπροστά από κτλ.
  • Δυσκολία στο ανέβασμα και κατέβασμα σκάλας
  • Δυσκολία στο να βάλουν και να βγάλουν ρούχα
  • Ανώριμη χρήση γραφικών μέσων
  • Ανώριμες ζωγραφιές
  • Δυσκολία να κάνουν τρίκυκλο
  • Έλλειψη φαντασίας κτλ.

Παιδιά σε σχολική ηλικία:

  • Οι παραπάνω δυσκολίες με μικρή ίσως βελτίωση
  • Μείωση αυτοπεποίθησης
  • Απώλεια κινήτρου
  • Αυξημένος αριθμός απουσιών αργότερα σε Γυμνάσιο/Λύκειο

Η λεκτική δυσπραξία είναι μία κινητική διαταραχή της ομιλίας, η οποία πλήττει τον προγραμματισμό και το συντονισμό των διαδοχικών κινήσεων που πραγματοποιεί το άτομο για τη παραγωγή της ομιλίας. Είναι μία εκ γενετής πάθηση του κεντρικού νευρικού συστήματος που έχει ως αποτέλεσμα το παιδί να έχει αδυναμία να οργανώσει και να εκτελέσει τις αρθρωτικές κινήσεις για να βάλει στη σειρά και να παράγει ήχους, συλλαβές και λέξεις. Σε ένα παιδί με δυσπραξία δεν υπάρχουν ενδείξεις για βλάβη στους μύες του αρθρωτικού μηχανισμού.

Τα αίτια αυτής της διαταραχής δεν έχουν αποσαφηνιστεί, ωστόσο φαίνεται να υπάρχει γενετικό και νευρολογικό υπόβαθρο. Η δυσπραξία παρατηρείται πιο συχνά στα αγόρια. Βασικό χαρακτηριστικό είναι τα μή σταθερά λάθη που κάνει, δηλαδή μπορεί να παράγει μία λέξη σωστά σε ένα περιβάλλον και να τη παράγει λάθος σε ένα άλλο. Το παιδί παρουσιάζει δυσκολία στη μίμηση λέξεων και φράσεων και όσο μεγαλώνει το μήκος των λέξεων, των φράσεων και των προτάσεων παρατηρούνται περισσότερα λάθη. Επίσης, συχνά παραποιούνται τα φωνήεντα και γίνονται αντικαταστάσεις και παραλείψεις φθόγγων. Η ομιλία του παιδιού είναι πολλές φορές δυσκατάληπτη.

Άλλο χαρακτηριστικό είναι η δυσκολία στη διαδοχοκίνηση. Αν ζητήσουμε από το παιδί να επαναλάβει αλληλουχία συλλαβών π.χ. «πα – τα – κα» 3 φορές θα δυσκολευτεί πολύ.Τέλος, μπορεί να επηρεαστούν τα προσωδιακά στοιχεία της ομιλίας και να υπάρχουν δυσκολίες με τον τόνο, το ρυθμό και τον επιτονισμό.

Η στοματική δυσπραξία είναι η δυσκολία στην εκούσια οργάνωση των κινήσεων των αρθρωτών, ενώ η αυτοποιημένη – ακούσια κίνηση είναι φυσιολογική. Για παράδειγμα, μπορεί ακούσια να χαμογελάσει , αλλά όταν το ζητήσουμε να το κάνει εκούσια μπορεί να μη τα καταφέρει ή αν ζητήσουμε από το παιδί να κουνήσει τη γλώσσα πάνω κάτω, δυσκολεύεται να αντιγράψει τις κινήσεις των οργάνων του στόματος. Στην εκτέλεση της εντολής λοιπόν, θα παρατηρήσουμε μια έντονη προσπάθεια για την σωστή τοποθέτηση της γλώσσας ή των χειλιών, με κοπιαστικές κινήσεις και σημάδια ψαξίματος.

Η στοματική δυσπραξία επηρεάζει το πρώτο στάδιο της κατάποσης -τη μάσηση-, οδηγώντας πολλές φορές σε δυσφαγία. Η στοματική δυσπραξία πολύ συχνά συνυπάρχει με τη λεκτική δυσπραξία, αντίθετα η λεκτική δυσπραξία δεν σημαίνει πως θα συνοδεύεται από στοματική. Τα αίτια αυτής της διαταραχής δεν έχουν αποσαφηνιστεί, ωστόσο φαίνεται να υπάρχει γενετικό και νευρολογικό υπόβαθρο. Η δυσπραξία παρατηρείται πιο συχνά στα αγόρια. Η στοματική δυσπαξια πολλές φορές συνυπάρχει με καθυστέρηση λόγου και ομιλίας.

Στη στοματική δυσπραξία ελέγχεται η ταχύτητα εναλλασσόμενης κίνησης, δηλαδή η ομαλότητα της ταχύτητας των μυών των χειλιών, της γλώσσας και των σιαγόνων. Η βραδύτητα αποτελεί σημαντική ένδειξη για νευρομυική διαταραχή.

Οι Εργοθεραπευτές είναι αυτοί που μπορούν να αξιολογήσουν προβλήματα σε κίνηση και συντονισμό, ενώ οι Λογοθεραπευτές είναι υπεύθυνοι για τον εντοπισμό των δυσπρακτικών στοιχείων σε ομιλία και στοματοκινητικές λειτουργίες. Από κοινού, θα εκτιμήσουν ποια είναι ακριβώς η φύση αυτών των δυσκολιών και πόσο επηρεάζουν την καθημερινή ζωή του παιδιού, ενώ θα σχεδιάσουν ένα πρόγραμμα  παρέμβασης, το οποίο θα εστιάσει στο πως το παιδί θα διαχειρίζεται δραστηριότητες που αφορούν τομείς δραστηριοτήτων καθημερινής ζωής στο σπίτι, δραστηριοτήτων στο σχολείο, λεκτικής έκφρασης ή και σίτησης.